ἠνορέη

ἠνορέη
ἠνορέη, [dialect] Dor. [full] ἀνορέα, , ([etym.] ἀνήρ) poet. word for ἀνδρεία,
A manhood, prowess,

ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il.8.226

;

κάρτεΐ τε σθένεΐ τε πεποιθότας ἠνορέῃ τε 17.329

;

ἱπποσύνῃ τε καὶ ἠνορέηφι πεποιθώς 4.303

;

ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα Od.24.509

;

ἀνορέας οὐκ ἀμπλακών Pi.O. 8.67

; manly beauty,

ἠ. ἐρατεινήν Il.6.156

; ὕδατος ἠ. its strength, Epigr. ap. Ael.NA10.40; force,

πολλάκι τοι ῥέα μῦθος, ὅ κεν μόλις ἐξανύσειεν ἠνορέη, τόδ' ἔρεξε A.R.3.189

: in pl., triumphs of manhood, Pi.N.3.20. (Perh. fr. Ανορία with [dialect] Aeol. -ρε- fr. -ρι-.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηνορέη — ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α) 1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ανδρική ομορφιά 3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.) 4. πληθ. αἱ ἠνορέαι έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων.… …   Dictionary of Greek

  • ἠνορέη — ἠνορέα fem nom/voc sg (epic ionic) ἠνορέη manhood fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνορέῃ — ἠνορέα fem dat sg (epic ionic) ἠνορέη manhood fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνορέηι — ἠνορέῃ , ἠνορέα fem dat sg (epic ionic) ἠνορέῃ , ἠνορέη manhood fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνορέα — ἠνορέᾱ , ἠνορέα fem nom/voc/acc dual ἠνορέᾱ , ἠνορέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἠνορέᾱ , ἠνορέη manhood fem nom/voc/acc dual ἠνορέᾱ , ἠνορέη manhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνορέας — ἠνορέᾱς , ἠνορέα fem acc pl ἠνορέᾱς , ἠνορέα fem gen sg (attic doric aeolic) ἠνορέᾱς , ἠνορέη manhood fem acc pl ἠνορέᾱς , ἠνορέη manhood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαπήνωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τεγέας στην Αρκαδία, γιος του Αγκαίου, αρχηγός των Αρκάδων με εξήντα πλοία, που του έδωσε ο Αγαμέμνων. Κατά την Ιλιάδα πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Κατά την επιστροφή του, μετά το τέλος του πολέμου, ναυάγησε και …   Dictionary of Greek

  • ανορέα — ἀνορέα, η (Α) η ηνορέη, η ανδρεία …   Dictionary of Greek

  • ανόρεος — ἀνόρεος, α, ον (Α) ανδρικός, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνορέη (δωρ. ανορέα, αιολ. *ᾱνορέα < ανορία < ανήρ), ποιητ. τ. αντί ανδρεία] …   Dictionary of Greek

  • ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] …   Dictionary of Greek

  • νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”